- αυχμός
- ο духота, душная атмосфера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυχμός — αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α) 1. ξηρασία, ανομβρία 2. έλλειψη, απουσία 3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα 4. (για το ύφος) στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου χμ (πρβλ. νεοχμός), κατά… … Dictionary of Greek
αὐχμός — drought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμοί — αὐχμός drought masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμούς — αὐχμός drought masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμόν — αὐχμός drought masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμώς — αὐχμός drought masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλκη — ἡ, Α 1. νυχτερίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) «φάλκη ὁ τῆς κόμης αὐχμός...». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. τής λ. ὁ τῆς κόμης αὐχμὸς έχει οδηγήσει στη σύνδεση με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος·πηλός, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές… … Dictionary of Greek
сухота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (αὐχμός) засуха … Словарь церковнославянского языка
суша — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (αὐχμός) засуха … Словарь церковнославянского языка
мракота — МРАКОТ|А (5*), Ы с. Мрак, темнота: того || ра(д) гѹбительство и градъ и мракота и все. ѥже ѹбо ѥсть изрещи, по чл҃вкы преиде, ˫ако же речено бѣ. (αὐχμός!) ГА XIII–XIV, 202в–г; ини же д҃нь а друзии же нощь чтѧху. ови же мракоту и мьглу. Пал 1406,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αυχμηρός — ή, ό (AM αὐχμηρός, ά, όν) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός μσν. 1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα 2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1| αρχ. (για τα μαλλιά) ρυπαρός, βρόμικος … Dictionary of Greek